- απονευρώνω
- (Α ἀπονευροῡμαι, -όομαι)νεοελλ.αποκόπτω, αφαιρώ τα νεύρααρχ.παραλύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απονευρώνω — απονευρώνω, απονεύρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απονευρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αφαιρώ ή νεκρώνω νεύρο: Ο οδοντογιατρός απονεύρωσε σήμερα το δόντι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκνευρίζω — (AM ἐκνευρίζω) νεοελλ. ερεθίζω τα νεύρα κάποιου, νευριάζω κάποιον αρχ. μσν. 1. απονευρώνω 2. χαλαρώνω τις δυνάμεις, παραλύω αρχ. (μέσ. και παθ.) είμαι εξασθενημένος … Dictionary of Greek